Ἀλυπίου

Ἀλυπίου
Ἀλύπιος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • АЛИПИЯ МОНАСТЫРЬ — [греч. ̓Αλυπίου Μονή], на Афоне. Время и обстоятельства основания древнего мон ря во имя св. Алипия, находившегося на землях совр. мон ря Кутлумуш, неизвестны. Упоминание об этом «царском и Патриаршем» мон ре встречается в актах Кутлумушского мон …   Православная энциклопедия

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • ιάστιος ή ιώνιος — Ο δέκατος τρόπος (ήχος) της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Το ύφος του, κατά τον Αριστείδη τον Κοϊντιλιανό, ήταν γλαφυρότατο. Τα σημεία του σώζονται στη μουσική εισαγωγή του Αλύπιου μόνο κατά το διάτονο και χρωματικό γένος, ενώ η εκτέλεση του τρόπου …   Dictionary of Greek

  • Καισάριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. (; – 369 μ.Χ.) Νεότερος αδελφός του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού. Σπούδασε φιλοσοφία και ιατρική στην Αλεξάνδρεια. Προσελήφθη από τον Ιουλιανό ως αυλικός γιατρός του και διορίστηκε συγκλητικός. Ο… …   Dictionary of Greek

  • Μπουνιαλής, Εμμανουήλ Τζάνες — (Ρέθυμνο 1610 – Βενετία 1690). Λόγιος κληρικός, ποιητής και ζωγράφος. Στο Ρέθυμνο πήρε τα πρώτα του μαθήματα ζωγραφικής. Έπειτα πήγε στην Κεφαλονιά, Κέρκυρα και, τέλος, στη Βενετία όπου και εγκαταστάθηκε. Το 1659 διορίστηκε εφημέριος του εκεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”